- ἀποβολεύς
- ἀποβολεύςone who has lostmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποβολεύς — ἀποβολεύς, ο (Α) [αποβάλλω] φρ. «ἀποβολεὺς ὅπλων» αυτός που παράτησε τα όπλα του και εγκατέλειψε τη μάχη … Dictionary of Greek
ἀποβολῆ — ἀποβολεύς one who has lost masc nom/voc/acc dual ἀποβολεύς one who has lost masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολῆς — ἀποβολεύς one who has lost masc nom pl ἀποβολεύς one who has lost masc nom/voc pl ἀποβολή throwing away fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολῆι — ἀποβολεύς one who has lost masc dat sg (epic ionic) ἀποβολῇ , ἀποβολή throwing away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολῇ — ἀποβολῆι , ἀποβολεύς one who has lost masc dat sg (epic ionic) ἀποβολή throwing away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)